κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
ἴα, ἰῆς, ἰῆ, ἴαν (Α) (επικ. θηλ. του εἷς) μία («οὐδ' ἴα γήρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. ιός (I)].