αέρι
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
και αγέρι, το (υποκορ. του ουσ. αέρας)
1. το αεράκι
2. η ατμόσφαιρα, το κλίμα ενός τόπου
3. νευρικό νόσημα που προκαλείται από την επίδραση αερικού, όπως επιληψία, φρενοβλάβεια κ.λπ.