αγεροκρέμαστος

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο κρεμασμένος στον αέρα, μετέωρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγέρας + κρεμαστός < κρεμώ].