αγιοποίηση

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

η αγιοποιώ
ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την Εκκλησία μετά τον θάνατο του.