αγιοποίηση

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

η αγιοποιώ
ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την Εκκλησία μετά τον θάνατο του.