ανακήρυξη
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀνακήρυξις) ἀνακηρύσσω
1. επίσημη απονομή τίτλου, αναγόρευση
2. δημόσια γνωστοποίηση, ανακοίνωση, δημοσίευση.