ανακήρυξη
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀνακήρυξις) ἀνακηρύσσω
1. επίσημη απονομή τίτλου, αναγόρευση
2. δημόσια γνωστοποίηση, ανακοίνωση, δημοσίευση.