αγκαλίδα

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγκαλίς) ἀγκάλη
δέσμη ή σωρός πραγμάτων, σε ποσότητα αρκετή να γεμίσει μια αγκαλιά
αρχ.
αἱ ἀγκαλίδες
η αγκαλιά.