αγκαλίδα

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγκαλίς) ἀγκάλη
δέσμη ή σωρός πραγμάτων, σε ποσότητα αρκετή να γεμίσει μια αγκαλιά
αρχ.
αἱ ἀγκαλίδες
η αγκαλιά.