αγκωναροδεσιά

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

Greek Monolingual

η και αγκωναροδέσι, το
1. σύνδεση αγκωναριών με σιδερένια ελάσματα
2. τμήμα οικοδομής χτισμένο με αγκωνάρια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκωνάρι + δένω].