Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγλαόκαρπος

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

ἀγλαόκαρπος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς
2. (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών
3. ως επίθ. της Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀγλαός + καρπός].