αγλαόκαρπος

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀγλαόκαρπος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς
2. (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών
3. ως επίθ. της Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀγλαός + καρπός].