αγναντεύω

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

βλέπω, παρατηρώ κάτι από μακριά και συνήθως από ψηλά, ατενίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρ. αγνάντια.
ΠΑΡ. αγνάντεμα].