αγνάντεμα

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

το αγναντεύω
1. επισκόπηση, κοίταγμα από μακριά
2. ύψωμα από όπου επισκοπεί κανείς τη γύρω περιοχή ή κοιτάζει μακριά.