ατενίζω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἀτενίζω)
1. βλέπω κατευθείαν μπροστά, έχω προσηλωμένο το βλέμμα μου κάπου
2. βλέπω με τον νου μου, οραματίζομαι
αρχ.
1. είμαι ισχυρογνώμων, επίμονος
2. φρ. «ἀτενίζω τὴν διάνοιαν πρός τι» — προσηλώνω την προσοχή μου σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατενής.
ΣΥΝΘ. ενατενίζω
αρχ.
επατενίζω, συνατενίζω.