αγουρογεννώ

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1

Greek Monolingual

(-άω) αγουρόγεννος
γεννώ πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγουρόγεννος.
ΠΑΡ. αγουρογέννητος].