αγουρογεννώ
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
Greek Monolingual
(-άω) αγουρόγεννος
γεννώ πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγουρόγεννος.
ΠΑΡ. αγουρογέννητος].