αγουρογέννητος

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αγουρογεννώ
αυτός που γεννήθηκε πρόωρα, πρόωρος, πρώιμος.