αγρέλι

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

το
ο βλαστός της αγρελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀγρέλλιον.
ΠΑΡ. αγρελιά].