γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ἀγχίμολος, -ον (Α)1. αυτός που έρχεται κοντά, που πλησιάζει2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἀγχίμολον, πλησίον, κοντά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + μολεῖν.