αγωγιμότητα

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η αγώγιμος
η ιδιότητα μεταδόσεως ενέργειας μέσα από ένα μέσο που παραμένει ακίνητο.