αγωγιμότητα

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

η αγώγιμος
η ιδιότητα μεταδόσεως ενέργειας μέσα από ένα μέσο που παραμένει ακίνητο.