αδαμαντοδέτης

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

ο
τεχνίτης που δένει, που προσαρμόζει διαμάντια σε πολύτιμο κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + δέτης.
ΠΑΡ. αδαμαντοδεσία].