αδελφικάτος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

και αδερφικάτος, -η, -ο αδελφικός
1. αδελφικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδελφικάτα
κτήματα που ανήκουν σε όλους τους αδελφούς μιας οικογένειας (αλλιώς αδελφάτα)
3. επίρρ. αδελφικάτα
όπως ταιριάζει σε αδέλφια, αδελφικά, αδελφωμένα.