αδελφικάτος

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

και αδερφικάτος, -η, -ο αδελφικός
1. αδελφικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδελφικάτα
κτήματα που ανήκουν σε όλους τους αδελφούς μιας οικογένειας (αλλιώς αδελφάτα)
3. επίρρ. αδελφικάτα
όπως ταιριάζει σε αδέλφια, αδελφικά, αδελφωμένα.