αδελφικάτος

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

και αδερφικάτος, -η, -ο αδελφικός
1. αδελφικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδελφικάτα
κτήματα που ανήκουν σε όλους τους αδελφούς μιας οικογένειας (αλλιώς αδελφάτα)
3. επίρρ. αδελφικάτα
όπως ταιριάζει σε αδέλφια, αδελφικά, αδελφωμένα.