αδιάφθαρτος

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάφθαρτος, -ον)
ο αδιάφθορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαφθείρω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαφθαρσία].