αδιάφθαρτος

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάφθαρτος, -ον)
ο αδιάφθορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαφθείρω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαφθαρσία].