αδιάφθορος
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάφθορος, -ον)
1. ο μη διεφθαρμένος, ο καθαρός, ο αγνός («αδιάφθορος χαρακτήρας»)
2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διαφθαρεί
3. (για άρχοντες, δικαστές, υπαλλήλους κ.λπ.) αυτός που δεν παρασύρθηκε με δώρα, χρήματα και άλλα μέσα σε παράβαση ή μη εκτέλεση του καθήκοντός του, αδωροδόκητος, αδέκαστος
αρχ.
άφθαρτος, αναλλοίωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διαφθείρω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀδιαφθορία.