Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδιάφθορος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάφθορος, -ον)
1. ο μη διεφθαρμένος, ο καθαρός, ο αγνόςαδιάφθορος χαρακτήρας»)
2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διαφθαρεί
3. (για άρχοντες, δικαστές, υπαλλήλους κ.λπ.) αυτός που δεν παρασύρθηκε με δώρα, χρήματα και άλλα μέσα σε παράβαση ή μη εκτέλεση του καθήκοντός του, αδωροδόκητος, αδέκαστος
αρχ.
άφθαρτος, αναλλοίωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαφθείρω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀδιαφθορία.