αδιαιρετότητα
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
η αδιαίρετος
αδυναμία προς διαίρεση, αδιαιρεσία, ακεραιότητα.
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
η αδιαίρετος
αδυναμία προς διαίρεση, αδιαιρεσία, ακεραιότητα.