ακεραιότητα
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
η (Α ἀκεραιότης) ἀκέραιος
1. η ολότητα, η πληρότητα
«η ακεραιότητα της χώρας», «ἀκεραιότης στρατοπέδων» (Πολύβ. 3, 105)
2. η εντιμότητα, η χρηστότητα, το αδέκαστο του χαρακτήρα.