αεξίβιος

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

ἀεξίβιος, -ον (Α)
αυτός που αυξάνει κατά τη διάρκεια της ζωής κάποιου («ἀεξίβιον πένθος», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεξι- + βίος.