αεριούχος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει αέριο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + -ούχος < έχω
απόδοση στα Ελληνικά της γαλλ. φράσης contenant du gaz].