αεριωθούμενο

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

το (Αερον.)
αεροπλάνο που χρησιμοποιεί για την πρόωση του κινητήρα αεριωθήσεως.