αεροδοχείο

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

το τεχνολ.
μεταλλικό δοχείο που περιέχει αέρα και εξασφαλίζει με τη βοήθεια αντλίας την ομαλή και επιθυμητή ροή υγρών (συνήθως νερού) σε δίκτυο σωληνώσεων.