αεροχείμαρρος

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ο
(Μετεωρ.) σωληνόμορφο ρεύμα ισχυρότατων δυτικών ανέμων της ανώτερης ατμόσφαιρας, που εκδηλώνεται κυρίως πάνω από τις περιοχές τών μέσων γεωγραφικών πλατών και τών δύο ημισφαιρίων και περιβάλλει ορισμένες φορές μαιανδρικά (γι' αυτό χρησιμοποιήθηκε και η ονομασία αερομαίανδρος) ολόκληρη σχεδόν την υδρόγειο.