αετόμορφος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
και αϊτόμορφος, -η, -ο (Α ἀετόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή ή σχήμα αετού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀετὸς + μορφή.