αηδονολαλώ

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

1. τραγουδώ γλυκά σαν αηδόνι, γλυκολαλώ
2. (ειρωνικά) φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδόνι + λαλώ.
ΠΑΡ. αηδονολάλημα].