αηδονολάλημα

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

το αηδονολαλώ
1. κελάηδημα αηδονιού
2. γλυκό τραγούδι
3. στον πληθ. φλυαρίες.