αθηνιώτικος

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αθηνιώτης
1. ο αθηναϊκός
2. το ουδ. ως ουσ. το αθηνιώτικο
όψιμο, μεγαλόρωγο και χοντρόφλουδο σταφύλι, ο σιδερίτης.