αθλητικός

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀθλητικός, -ή, -όν) ἀθλητής
ο σχετικός με τον αθλητή
νεοελλ.
εύρωστος, ρωμαλέος.