αιθερόμορφος

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο όμοιος με τον αιθέρα, αιθέριος, αιθεροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιθέρας + -μορφος < μορφή).