Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιμορροΐδα

From LSJ

Greek Monolingual

και μοροΐδα, η (Α αἱμορροΐς) συνήθως τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία
στον πληθυντικό αιμορροΐδες (ενν. φλέβες)
φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμόρροος (= αἱμόρρους).
ΠΑΡ. αἱμορροϊδικός].