αιολόδειρος
From LSJ
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
αἰολόδειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό («αἰολόδειροι πέρδικες»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + δειρή «τράχηλος, λαιμός»].