αιρεσιαρχία

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300

Greek Monolingual

η αιρεσιάρχης
1. αρχηγία αιρέσεως
2. εκλογή αρχόντων, αρχαιρεσία.