αρχαιρεσία

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

η (Α ἀρχαιρεσία, η και ἀρχαιρέσια, τα)
συνήθ. στον πληθ.
1. η εκλογή αρχόντων
2. η συνέλευση για εκλογή αρχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ- + αίρεσις.
ΠΑΡ. αρχ. αρχαιρεσιάζω].