αισχροπλόκος

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

-ον
αυτός που πλέκει, που σχεδιάζει ή γράφει αισχρότητες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισχρὸς + -πλοκος < πλέκω.
ΠΑΡ. αισχροπλοκία].