ακανθόφιλος

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

-ο
1. (έντομο ή πτηνό) που ζει σε τόπους με πολλά αγκαθωτά φυτά
2. (φυτό) που φυτρώνει κοντά σε αγκάθια.