ακανθόφιλος

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

-ο
1. (έντομο ή πτηνό) που ζει σε τόπους με πολλά αγκαθωτά φυτά
2. (φυτό) που φυτρώνει κοντά σε αγκάθια.