ακανθόφιλος

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

-ο
1. (έντομο ή πτηνό) που ζει σε τόπους με πολλά αγκαθωτά φυτά
2. (φυτό) που φυτρώνει κοντά σε αγκάθια.