ακατανέμητος

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανέμητος, -ον) κατανέμω
όποιος δεν έχει κατανεμηθεί ή δεν μπορεί να κατανεμηθεί, να διαμοιραστεί
αρχ.
«ἀκατανέμητοι νομοί» — λιβάδια, στα οποία δεν έχουν βοσκήσει ζώα.