ἀκατανέμητος
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
ἀκατανέμητον, not pastured, PTeb.66.75 (ii B. C.).
Spanish (DGE)
-η, -ον
inutilizable para el pasto νομοί PTeb.66.75 (II a.C.), χέ(ρσου) ἀκα(τανεμήτου) PTeb.827.5 (II a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατανέμητος, -ον) κατανέμω
όποιος δεν έχει κατανεμηθεί ή δεν μπορεί να κατανεμηθεί, να διαμοιραστεί
αρχ.
«ἀκατανέμητοι νομοί» — λιβάδια, στα οποία δεν έχουν βοσκήσει ζώα.