ἀκατανέμητος

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατανέμητος Medium diacritics: ἀκατανέμητος Low diacritics: ακατανέμητος Capitals: ΑΚΑΤΑΝΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: akatanémētos Transliteration B: akatanemētos Transliteration C: akatanemitos Beta Code: a)katane/mhtos

English (LSJ)

ἀκατανέμητον, not pastured, PTeb.66.75 (ii B. C.).

Spanish (DGE)

-η, -ον
inutilizable para el pasto νομοί PTeb.66.75 (II a.C.), χέ(ρσου) ἀκα(τανεμήτου) PTeb.827.5 (II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανέμητος, -ον) κατανέμω
όποιος δεν έχει κατανεμηθεί ή δεν μπορεί να κατανεμηθεί, να διαμοιραστεί
αρχ.
«ἀκατανέμητοι νομοί» — λιβάδια, στα οποία δεν έχουν βοσκήσει ζώα.