ακατανέμητος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατανέμητος, -ον) κατανέμω
όποιος δεν έχει κατανεμηθεί ή δεν μπορεί να κατανεμηθεί, να διαμοιραστεί
αρχ.
«ἀκατανέμητοι νομοί» — λιβάδια, στα οποία δεν έχουν βοσκήσει ζώα.
-η, -ο (Α ἀκατανέμητος, -ον) κατανέμω
όποιος δεν έχει κατανεμηθεί ή δεν μπορεί να κατανεμηθεί, να διαμοιραστεί
αρχ.
«ἀκατανέμητοι νομοί» — λιβάδια, στα οποία δεν έχουν βοσκήσει ζώα.