ακεστήρ
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
ἀκεστὴρ (-ῆρος), ο (Α)
1. θεραπευτής, γιατρός
2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει
«ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς.