ακηλίδωτος

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκηλίδωτος, -ον) [κηλιδῶ (-ώνω)]
1. ο δίχως κηλίδες, καθαρός
2. άσπιλος, αγνός.